προσποίημα

προσποίημα
-ήματος, τὸ, Α [προσποιοῡμαι]
1. οτιδήποτε παίρνει κανείς χωρίς να τού ανήκει ή με ανάρμοστο τρόπο, ανάρμοστη ιδιοποίηση
2. απάτη, εξαπάτηση, προσποίηση
3. μεταμφίεση, μεταμόρφωση
4. πρόσχημα, πρόφαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσποίημα — that which one takes to oneself unduly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσποιήμασι — προσποίημα that which one takes to oneself unduly neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσποιήματα — προσποίημα that which one takes to oneself unduly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσποιήματι — προσποίημα that which one takes to oneself unduly neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσποιήματος — προσποίημα that which one takes to oneself unduly neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”